- ἡδονικός
- ἡδονικόςofmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηδονικός — ή, ό (AM ηδονικός, ή, όν) [ηδονή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στην ηδονή, αυτός που προκαλεί την ηδονή, γλυκός, τερπνός, ευχάριστος 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ηδονικοί οι οπαδοί τού ιδρυτή τής κυρηναϊκής σχολής φιλοσόφου… … Dictionary of Greek
ηδονικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που περικλείνει ηδονή: Ηδονικό αίσθημα. 2. αυτός που προξενεί ηδονή: Ηδονικά χείλη. – Ρουφά ηδονικά τον καφέ του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἡδονικά — ἡδονικός of neut nom/voc/acc pl ἡδονικά̱ , ἡδονικός of fem nom/voc/acc dual ἡδονικά̱ , ἡδονικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδονικώτερον — ἡδονικός of adverbial comp ἡδονικός of masc acc comp sg ἡδονικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδονικῶν — ἡδονικός of fem gen pl ἡδονικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδονικόν — ἡδονικός of masc acc sg ἡδονικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηδονικεύομαι — [ηδονικός] 1. βρίσκω ηδονή σε κάτι 2. αισθάνομαι ηδονή, εντρυφώ σε ηδονές … Dictionary of Greek
ἡδονικαῖς — ἡδονικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδονικοῖς — ἡδονικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδονικοί — ἡδονικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)